- σαγιτεύω
- και σαγιττεύω ΝΜβλ. σαϊτεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαϊτεύω — και σαγιτεύω σαΐτεψα, σαϊτεύτηκα, σαϊτεμένος 1. σημαδεύω και χτυπώ με σαΐτα. 2. μτφ., ρίχνω ερωτικά βέλη: Μάτια που σαϊτεύουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)